υγίανση

υγίανση
η / ὑγίανσις, -άνσεως, ΝΑ, και δ.τ. ὑγίασις Α [ὑγιαίνω]
η αποκατάσταση τής υγείας, θεραπεία
νεοελλ.
μτφ. η μετατροπή ενός τόπου ή ενός χώρου σε υγιεινό, με επίλυση τών προβλημάτων και εξουδετέρωση τών ελλείψεων, εξυγίανση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”